- πρωτόλουβος
- η , ο ранний, скороспелый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτόλουβος — η, ο, Ν 1. (για καρπούς) αυτός που ωριμάζει πρώιμα 2. μτφ. αυτός που είναι ή εμφανίζεται πρώτος ([για το χελιδόνι] «καλώς μάς ήρθες τού Μαρτίου πρωτόλουβο λουλούδι», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λουβος (< λουβί «μικρός λοβός»)] … Dictionary of Greek
πρωτόφαντος — η, ο για καρπούς και λαχανικά, αυτός που βγαίνει νωρίς, ο πρώιμος, ο προφαντός, ο πρωτόλουβος: Πρωτόφαντα λαχανικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)